- ὀργαστήριον
- ὀργαστήριονa place ofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οργαστήριον — ὀργαστήριον, τὸ (Α) (αντί οργιαστήριον) τόπος τέλεσης οργίων, μυστηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί ὀργιαστήριον < ὀργιάζω + επίθημα τήριον (πρβλ. θυσιασ τήριον)] … Dictionary of Greek
ὀργαστηρίῳ — ὀργαστήριον a place of neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοὐργαστήριον — ἐργαστήριον , ἐργαστήριον any place in which work is done neut nom/voc/acc sg ὀργαστήριον , ὀργαστήριον a place of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)